μαδίζω

μαδίζω
(I)
(AM μαδίζω)
μαδώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μαδώ κατά τα ρ. σε -ίζω].
————————
(II)
μαδίζω (Μ)
1. (αμτβ.) επιτίθεμαι, συμπλέκομαι, πολεμώ
2. (μτβ.) εκπολιορκώ, κατανικώ
3. (μτβ.) καταβάλλω, νικώ
4. (αμτβ.) ερίζω, φιλονικώ, καβγαδίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *ὁμαδίζω < ὁμάδι «μαζί, ομαδικά» ή < ὅμαδος «βοή, θόρυβος μάχης»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαδίσαι — μαδίζω pluck aor inf act μαδίσαῑ , μαδίζω pluck aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαδισθείς — μαδίζω pluck aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαδισθῇ — μαδίζω pluck aor subj pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαδίζειν — μαδίζω pluck pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμαδισμένοι — μαδίζω pluck perf part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμαδισμένου — μαδίζω pluck perf part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμαδίσθης — μαδίζω pluck aor ind pass 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμάδισεν — μαδίζω pluck aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαδίσῃ — μαδίσηι , μάδισις fem dat sg (epic) μαδίζω pluck aor subj mid 2nd sg μαδίζω pluck aor subj act 3rd sg μαδίζω pluck fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάδημα — και μάδισμα, το 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού μαδώ, η αφαίρεση ή η πτώση τών τριχών, τών φτερών ή τών φύλλων 2. μτφ. απόσπαση χρημάτων με δόλιο τρόπο, απομύζηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μάδημα < μαδώ, ενώ ο τ. μάδισμα < μαδίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”